Οι πρώτες εικόνες τρόμου ήρθαν από τη Λάρισα. Εκεί εμφανίστηκε φέτος το είδος Periplaneta americana, μεγάλες κατσαρίδες οι οποίες μπορούν να πετάξουν – οι κάτοικοι τις βάφτισαν χαϊδευτικά «νατοϊκές» και «Σβαρτσενέγκερ».
Στη Λάρισα διαγνώστηκε φέτος και το πρώτο κρούσμα λοίμωξης από τον ιό του Δυτικού Νείλου, ο οποίος μεταδίδεται κυρίως με το τσίμπημα μολυσμένων κουνουπιών. Αλλά δεν πλήττεται μόνο η μεγαλύτερη πόλη της Θεσσαλίας από την έξαρση εντόμων στη χώρα. Οι ιπτάμενες κατσαρίδες εμφανίστηκαν και στη Θεσσαλονίκη, ενώ σμήνη άλλων ειδών του εντόμου έχουν καταγραφεί σε Βόλο και Αττική, μεταξύ άλλων περιοχών. Τα κουνούπια, κάποια εξ αυτών του είδους τίγρης, πολιορκούν τους κατοίκους όλης της επικράτειας. Εντομα καραντίνας, που περιλαμβάνονται στον κατάλογο επιβλαβών οργανισμών, έχουν παρατηρηθεί στην Κρήτη και στην Αθήνα. Είναι η κλιματική αλλαγή υπαίτια;
«Δεν υπάρχουν αριθμητικά δεδομένα, αλλά η γενικότερη εντύπωση είναι ότι έχουμε πολύ μεγάλους πληθυσμούς ιδιαίτερα σε κατσαρίδες, μυρμήγκια και κουνούπια», λέει στην «Κ» ο καθηγητής Εφαρμοσμένης Ακαρολογίας και Εντομολογίας στο ΑΠΘ Δημήτρης Κωβαίος. «Οι παρατεταμένης διάρκειας αυξημένες θερμοκρασίες επηρεάζουν πάρα πολύ τον πληθυσμό των εντόμων», συνεχίζει, τονίζοντας πως αυτό δεν αφορά μόνο την πιο ζεστή άνοιξη και το καυτό καλοκαίρι, αλλά και τους ηπιότερους χειμώνες.
Οπως εξηγεί στην «Καθημερινή» ο Εμμανουήλ Ροδιτάκης, αναπληρωτής καθηγητής Γεωργικής Εντομολογίας και Φαρμακολογίας στο Ελληνικό Μεσογειακό Πανεπιστήμιο, τα έντομα είναι ποικιλόθερμα, οργανισμοί δηλαδή των οποίων οι βιοχημικές αντιδράσεις εξαρτώνται από τη θερμοκρασία. «Αν κάνει κρύο, το σώμα τους θα είναι κρύο, αν κάνει ζέστη, θα είναι ζεστό», αναφέρει. Υπάρχουν έντομα για τα οποία οι πολύ υψηλές θερμοκρασίες μπορούν να αποβούν θανατηφόρες, όπως κάποια κουνούπια. «Αλλά μια μεσοσταθμική αύξηση της θερμοκρασίας την άνοιξη μπορεί όντως να επηρεάσει την πληθυσμιακή πυκνότητα εντόμων», σημειώνει.
Το βραδινό κουνούπι, π.χ., το ευνοούν οι ζεστές νύχτες, όταν η θερμοκρασία ξεπερνά τους 30 βαθμούς Κελσίου. Από την άλλη, το κουνούπι τίγρης είναι τροπικό έντομο που δραστηριοποιείται την ημέρα και θέλει ζεστές θερμοκρασίες, αλλά όχι ακραίες, για αυτόν τον λόγο ο παρατεταμένος καύσωνας του καλοκαιριού δεν το ευνοεί. Παρ’ όλα αυτά, από τον Δεκέμβριο του 2022 ξεκίνησε να παρατηρείται η αδιάκοπη παρουσία του στη χώρα, λέει στην «Κ» ο Αντώνιος Μιχαηλάκης, προϊστάμενος του Εργαστηρίου Εντόμων και Παρασίτων Υγειονομικής Σημασίας στο Μπενάκειο Φυτοπαθολογικό Ινστιτούτο. «Ενώ η δράση του σταματούσε κανονικά μέχρι τον Νοέμβριο, από τα τέλη του 2022 είδαμε για πρώτη φορά τον τίγρη να μη σταματάει. Και ήρθε ο Ιανουάριος του 2024 και ο τίγρης δεν είχε σταματήσει καθόλου, βρήκαμε μέχρι και αυγά του. Βλέπουμε κουνούπια τον χειμώνα που έχουν μέσα τον ιό του Δυτικού Νείλου, που παραδοσιακά έσβηνε τον Σεπτέμβριο», προσθέτει.
Μέχρι πρόσφατα είχαμε συνδέσει τα κουνούπια με τα καλοκαίρια, αλλά πρέπει πλέον να ορίσουμε τι είναι καλοκαίρι για ένα κουνούπι, συμπληρώνει ο κ. Μιχαηλάκης. «Ο χειμώνας για το κουνούπι ήταν όταν είχαμε θερμοκρασίες κάτω των 5 βαθμών, αλλά με την κλιματική αλλαγή το καλοκαίρι έχει πια ακραίες θερμοκρασίες, στις οποίες όμως προσαρμόζονται τα κουνούπια και επιβιώνουν, και οι χειμώνες είναι ήπιοι», δηλώνει. Τι πρέπει να γίνει;
Σε επίπεδο πολιτείας, θα πρέπει να παρακολουθούνται όσο το δυνατόν περισσότερα είδη εντόμων, και δη τα επικίνδυνα για τη δημόσια υγεία, αναφέρει στην «Κ» ο καθηγητής Εφαρμοσμένης Εντομολογίας και επικεφαλής του Εργαστηρίου Εντομολογίας και Αγροτικής Ζωολογίας του Παν. Θεσσαλίας Νίκος Παπαδόπουλος. «Πρέπει να παρακολουθούμε να μην εισέλθουν, να έχουμε έτοιμο σχέδιο δράσης ώστε να τα εξαλείψουμε και να αναπτύξουμε διαχειριστικά πλάνα σχετικά με τις ασθένειες που μπορούν να μεταδώσουν», σημειώνει. Η κλιματική αλλαγή δημιουργεί φιλικό περιβάλλον για εξωτικά είδη εντόμων, αναφέρει, προσθέτοντας ότι «η Ελλάδα είχε απαλλαγεί από κάποιες ασθένειες, όπως ελονοσία ή δάγκειος πυρετός, και δεν υπήρχε αιγυπτιακό κουνούπι, αλλά τελευταία το παρατηρούμε, όπως και τον τίγρη».
Οι πολίτες, με τη σειρά τους, μπορούν να δράσουν για να αποφύγουν τις εστίες αναπαραγωγής. Εχουμε τη λανθασμένη εντύπωση ότι ελλείψει βροχοπτώσεων δεν θα είχαμε κουνούπια, συμπληρώνει ο κ. Μιχαηλάκης, τονίζοντας πως στο αστικό περιβάλλον η αλόγιστη χρήση νερού δημιουργεί μικροεστίες. «Το κέντρο της Αθήνας, π.χ., έχει κακά φρεάτια, κακές αποχετεύσεις, τις οποίες θα εκμεταλλευθεί το κουνούπι», εξηγεί, ενώ τα συγκεκριμένα είναι εύφορα περιβάλλοντα και για κατσαρίδες και τρωκτικά.
Στο σπίτι τους, οι πολίτες μπορούν να αδειάζουν συχνά το πιατάκι κάτω από τις γλάστρες και να φροντίζουν γενικά να μη συσσωρεύεται νερό στο μπαλκόνι ή στην αυλή, για να αποφεύγονται οι εστίες αναπαραγωγής των κουνουπιών, και να λαμβάνουν μέτρα καθαριότητας στον περιβάλλοντα χώρο τους, ή ακόμα και να καλύψουν τα σιφώνια τους, για να αποφύγουν τις κατσαρίδες και τα μυρμήγκια, λένε στην «Κ» οι ειδικοί.
Αλλά η κλιματική αλλαγή δεν επηρεάζει την πληθυσμιακή πυκνότητα των εντόμων μόνο λόγω των αλλαγών στη θερμοκρασία. «Απόρροιά της ήταν και οι περυσινές πλημμύρες στη Θεσσαλία, ο οποίες επηρέασαν πάρα πολύ τον πληθυσμό των εντόμων και δημιούργησαν κατάλληλα οικοσυστήματα για την ανάπτυξη κουνουπιών και κατσαρίδων», σημειώνει ο κ. Κωβαίος.
Παρ’ όλα αυτά, η κλιματική αλλαγή επηρεάζει και κάποιους πληθυσμούς εντόμων αρνητικά, τονίζει ο ίδιος. «Η μύγα της κερασιάς, ένα έντομο που προσβάλλει τα συγκεκριμένα δέντρα, χρειάζεται 4-5 μήνες χαμηλών θερμοκρασιών», σημειώνει. Ο δάκος της ελιάς, ο οποίος τρέφεται από τους καρπούς της, μετακινείται σε ορεινές, πιο δροσερές περιοχές, συμπληρώνει ο κ. Ροδιτάκης, κι έτσι μειώνεται ο πληθυσμός του είδους το καλοκαίρι. «Αλλά τον περασμένο χειμώνα παρατηρήσαμε πληθυσμούς δάκου να πετάνε – κάτι που δεν θα έπρεπε να συμβαίνει», τονίζει.
Εχουν αλλάξει οι εποχές, τονίζει ο κ. Παπαδόπουλος, και δεν το λέει ως φιλοσόφημα. «Εχουμε πιο θερμούς χειμώνες, προέκταση του καλοκαιριού και του φθινοπώρου, φαινόμενα που δεν μπορούμε να προβλέψουμε», αναφέρει. «Είναι συνθήκες που επηρεάζουν τα έντομα, αλλάζουν τον κύκλο ζωής τους. Θα πρέπει να τα παρακολουθούμε και να είμαστε προετοιμασμένοι, αν χρειαστεί, να αντιδράσουμε».