Όταν η Μαρία Κάλλας γνώρισε τον Αριστοτέλη Ωνάση, βρισκόταν στην κορυφή της καριέρας της, και, εμπνευσμένη από το ίνδαλμα της την Audrey Hepburn, είχε μόλις μεταμορφωθεί -με πολύ κόπο και έπειτα από επίπονη ιατρική αρωγή-, από υπέρβαρη τραγουδίστρια της όπερας στην υπέρκομψη La Divina που λάτρευε ο Τύπος και φυσικά το κοινό.
Kαμία λυρική τραγουδίστρια μέχρι τότε δεν είχε καταφέρει να σαγηνεύσει και να εμπνεύσει, να κρατήσει μια μαγική κλωστή ανάμεσα σε εκείνη και τους ακροατές της με τον τρόπο που το έκανε η Κάλλας. Kαμία επίσης δεν ήταν τόσο διάσημη και περιβόητη. Τα καπρίτσια και οι απαιτήσεις της, οι καυγάδες με τους μαέστρους και την οικογένειά της έβρισκαν πάντα το δρόμο για τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και είχαν γίνει το υλικό με το οποίο είχε φτιαχτεί ο μύθος της κυκλοθυμικής ντίβας. To 1956 η Κάλλας είχε φιλοξενηθεί στο εξώφυλλο του περιοδικού “Time”. Αυτό ούτε ο Ωνάσης δεν το είχε καταφέρει ακόμη, σε αντίθεση με τον μεγάλο του αντίζηλο, Σταύρο Νιάρχο, προς μεγάλο εκνευρισμό του Έλληνα Κροίσου.
Κατά τη διάρκεια της κρουαζιέρας ο Ωνάσης έδειξε όλη του τη γοητεία, περιποιούμενος την καλεσμένη του με κάθε τρόπο, από το να της κάνει κομπλιμέντα μέχρι να της απλώνει λάδι στο σώμα της για να μαυρίσει. Ήταν η πρώτη φορά που η Κάλλας δεχόταν τέτοιου είδους φροντίδα…
Ο Αριστοτέλης Ωνάσης αγαπούσε πάνω από όλα τη φήμη, τη δύναμη και την εξουσία και όποιον τα κατείχε. Μεγάλος γυναικάς, γνώριζε ωστόσο πως ο έρωτας μπορούσε να φανεί πάρα πολύ χρήσιμος στην κατάκτηση των στόχων του. Δεν είχε παντρευτεί τυχαία την Τίνα Λιβανού, κόρη του πατριάρχη των Ελλήνων Εφοπλιστών, Γιώργου Λιβανού, ούτε βέβαια διάλεξε τη Mαρία Κάλλας για ερωμένη του χωρίς δεύτερες σκέψεις. Καθώς ο γάμος του με την Τίνα, έπνεε τα λοίσθια έχοντας εκπληρώσει τους στόχους της απόκτησης διαδόχου, ο επιχειρηματίας αναζητούσε μια νέα συνοδό που θα ήταν όχι απλά άξια να σταθεί δίπλα του αλλά ικανή να του χαρίσει ακόμη μεγαλύτερη αίγλη και φήμη, γνωρίζοντας πως αυτά απλά θα μεγάλωναν την δύναμή του. Μια επιλογή που θα απαντούσε και θα εκδικιόταν την απιστία της Τίνας με τον πλέι μπόι Πορφίριο Ρουμπιρόσα…
Δεν θα μπορούσε να βρει καλύτερη υποψήφια από την Κάλλας. Αν εκείνος ήταν ο διασημότερος Έλληνας στον κόσμο, εκείνη ήταν η διασημότερη Ελληνίδα.
Λίγοι γνώριζαν τον Ωνάση τόσο καλά ώστε να μπορούν να αποκωδικοποιήσουν τη συμπεριφορά και τα αισθήματά του. Ένας από αυτούς ήταν και ο έμπιστος δικηγόρος του, ο Τρύφων Κουταλίδης. Στο βιβλίο του με τίτλο «Ο Δικηγόρος» (Εκδόσεις Εστία) το οποίο υπογράφει με το ψευδώνυμο «Παπινιανός», εξηγεί: «Δεν μπορούσε ο Ωνάσης να βρεθεί με την όποια ανώνυμη. Η Κάλλας επελέγη για τον ρόλο αυτό και χωρίς ,να υποψιάζεται σωστά έπαιξε και σε αυτή τη στημένη παράσταση.»
Όσο για την Μαρία, ο Μπατίστα Μενεγκίνι μπορεί να ήταν ο ιδανικός μέντορας απείχε όμως πάρα πολύ από το να είναι ο ιδανικός σύντροφος για τη νέα, αδύνατη και λαμπερή εκδοχή της ντίβας της όπερας. Γνώριζε καλά να καθοδηγεί την καριέρα της τραγουδίστριας, όχι όμως να ικανοποιεί τη γυναίκα που είχε ξυπνήσει μέσα της. Μια γυναίκα που επιθυμούσε πλέον τη λαμπερή ζωή των v.i.ps περισσότερο από τη ζωή της ταγμένης στην τέχνη σοπράνο…
Tην πρώτη γνωριμία έκανε στη Βενετία το 1957, η περιβόητη socialite Έλσα Μάξγουελ, έπειτα από αίτημα του Ωνάση. Κατόπιν άρχισε η πολιορκία, με τον Ωνάση να στέλνει στη ντίβα μπουκέτα με τριαντάφυλλα μετά από κάθε εμφάνιση της, γράφοντας πάντα στην κάρτα «Ο Άλλος Έλληνας».
Στην αρχή ο Μενεγκίνι έδειχνε περισσότερο ενθουσιασμό για το ενδιαφέρον που έδειχνε ο Ωνάσης στη σοπράνο από ότι η ίδια η Κάλλας που αντιλαμβανόταν τον κίνδυνο που αντιπροσώπευε ο Ωνάσης για τον γάμο και την φήμη της. Παρ ότι γνώριζε ότι ο Μενεγκίνι οικειοποιείτο μέρος των εισοδημάτων της και πλέον δεν είχαν ερωτικές επαφές, δεν ήθελε να εμπλακεί σε ένα ακόμη σκάνδαλο.
Η πολιορκία του Ωνάση συνεχιζόταν με ακριβά δώρα, ανάμεσα στο οποίο και ένα μακρύ παλτό τσιντσιλά, πάρτι που διοργάνωνε για την Κάλλας γεμάτα από τις διασημότητες τις οποίες εκείνη πάντα ονειρευόταν να συναναστραφεί, και την επαναλαμβανόμενη πρόσκληση για μία κρουαζιέρα με την «Χριστίνα» το πλωτό ανάκτορο του Ωνάση.
H μοιραία κρουαζιέρα πραγματοποιήθηκε τελικά το καλοκαίρι του 1959 και έμελλε να φέρει τη μεγάλη ανατροπή: Προσκεκλημένοι στη θαλαμηγό από τον Ωνάση και τη σύζυγό του Τίνα, ήταν, εκτός από τους Μενεγκίνι και Κάλλας, ο Ουίνστον Τσόρτσιλ και η σύζυγός του.
Κατά τη διάρκεια της κρουαζιέρας ο Ωνάσης έδειξε όλη του τη γοητεία, περιποιούμενος την καλεσμένη του με κάθε τρόπο, από το να της κάνει κομπλιμέντα μέχρι να της απλώνει λάδι στο σώμα της για να μαυρίσει. Ήταν η πρώτη φορά που η Κάλλας δεχόταν τέτοιου είδους φροντίδα και μάλιστα από έναν τέτοιο άνδρα. Ο Ωνάσης ήταν πνευματώδης, είχε χιούμορ και ιστορίες να διηγηθεί, ήξερε πως να γοητεύσει τον συνομιλητή του, και , παρά το μικρό του ύψος, με το στιβαρό του σώμα, τα δυνατά χέρια του, τα μάτια του που πέταγαν σπίθες εξέπεμπε ένα είδος ανδρισμού που στον οποίο καμία γυναίκα δεν μπορούσε να αντισταθεί…
Έτσι ενώ ο Μενεγκίνι περνούσε τον περισσότερο χρόνο στην καμπίνα του, η Τίνα παρακολουθούσε με ψυχρή αποστασιοποίηση και υπό τη μακάρια άγνοια του «Πατέρα της Νίκης» γεννήθηκε το ειδύλλιο των δύο διασημότερων Ελλήνων της εποχής τους. Κατά τη διάρκεια αυτής της κρουαζιέρας είχαν και την πρώτη τους ερωτική επαφή και αυτό έκανε την Κάλλας να ξαναγεννηθεί και να επανεξετάσει τις προτεραιότητες της.
Μετά το τέλος της κρουαζιέρας εγκατέλειψε τον Μενεγκίνι. Την ίδια στιγμή ο γάμος του Ωνάση με την Τίνα Λιβανού έφτασε στο τέλος του με το διαζύγιο να είναι μόνο θέμα χρόνου.
Και έτσι ξεκίνησαν οι χρυσές ημέρες του ειδυλλίου που γρήγορα έγινε γνωστό στον Τύπο και το κοινό, προκαλώντας ακριβώς το αποτέλεσμα που προσδοκούσε ο Ωνάσης. Ατέλειωτα πρωτοσέλιδα, κυνηγητό από παπαράτσι και μια φήμη άλλου είδους που απολάμβανε.
«Δεν μπορούμε να το καταπολεμήσουμε, είναι πέρα από τις δυνάμεις μας» είπε η Κάλλας στο Μενεγκίνι φεύγοντας. «Είναι η πρώτη φορά που αισθάνομαι γυναίκα θα εκμυστηρευόταν αργότερα. Σε αντίθεση με την Τίνα που είχε ανατραφεί στην Αμερική, αλλά και τις περισσότερες γυναίκες που είχε γνωρίσει ο Ωνάσης, η Κάλλας είχε την μοναδική ικανότητα να αποδύεται τον ρόλο της ντίβας και για χάρη του Έλληνα Κροίσου να γίνεται μια Ελληνίδα παλαιάς κοπής, που τον φρόντιζε με τον ίδιο τρόπο που τον φρόντιζε η μητέρα του στη Σμύρνη. Στη «Χριστίνα» η Κάλλας είχε πάντα την έγνοια να του δώσει μια ζακέτα μη τυχόν και κρυώσει, ήξερε ακριβώς πως του αρέσουν τα φαγητά και φρόντιζε να του τα ετοιμάζουν έτσι, τον σέρβιρε η ίδια και ενθουσιαζόταν με τον ρόλο της οικοδέσποινας.
Μετά από την παράσταση της Νόρμα στην Επίδαυρο, στο πάρτι προς τιμήν της στη «Χριστίνα» ενδιαφερόταν περισσότερο για το φαγητό και το ποτό των καλεσμένων παρά για τις δάφνες που είχε δρέψει με την ερμηνεία της. Αυτό για τον Ωνάση ήταν ακαταμάχητο…
Την ίδια στιγμή έχοντας κατακτήσει την καρδιά της ντίβας που του είχε παραδοθεί απόλυτα, δεν είχε πλέον τίποτα άλλο να κατακτήσει.
Ο δεσμός των δύο μεγάλων Ελλήνων δεν ήταν σταθερός. Μπορεί να έφευγαν μαζί για μία κρουαζιέρα και μετά να έκαναν να ιδωθούν για ένα μήνα. Ο Ωνάσης δεν έδωσε ποτέ στην Κάλλας την αίσθηση της σιγουριάς. Μπορούσε να εξαφανιστεί χωρίς ειδοποίηση, ή να προσκαλέσει κόσμο στη «Χριστίνα» αποκλείοντας την Κάλλας από τη λίστα των καλεσμένων, όπως το 1963 όταν φιλοξένησε εκεί την Τζάκι Κένεντι και την αδελφή της, Λι Ράτζιβιλ με την οποία φλέρταρε απροκάλυπτα. Στην πραγματικότητα ο στόχος του ήταν η Πρώτη Κυρία των Ηνωμένων Πολιτειών. Όλα αυτά ήταν εν γνώσει της Κάλλας που μπορούσε να του συγχωρέσει τα πάντα και εγκατέλειπε οτιδήποτε και αν έκανε όταν λάμβανε το τηλεφώνημα του Ωνάση που την καλούσε κοντά του.
Ο αστικός μύθος που ήθελε τον Ωνάση να περιφρονεί τα επιτεύγματα της και την αξία της ως λυρική τραγουδίστρια δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Ήταν ιδιαίτερα περήφανος για το φωτοστέφανο της δόξας της και την μεγάλη καριέρα της, την οποία δεν ήθελε να παραμελεί εξ αιτίας του. Η Κάλλας όμως περισσότερο από οποιοδήποτε ρόλο της όπερας προτιμούσε να παίξει αυτόν της κυρίας Ωνάση, ειδικά τη στιγμή που αισθανόταν τη φωνή της σιγά σιγά να την εγκαταλείπει…
Μόλις λίγες μέρες πριν από το γάμο του με την Τζάκι τον Νοέμβριο του 1968 λέγεται ότι ο Ωνάσης τηλεφώνησε στην Κάλλας: «Έλα στην Ελλάδα και σώσε με από τη χήρα» υποτίθεται ότι είπε στην ντίβα, η οποία όμως του απάντησε ότι θα έπρεπε να κοιμηθεί όπως είχε στρώσει.
«Πέρασα μαζί του τις ωραιότερες μέρες της ζωής μου και τις πιο δυστυχισμένες» θα έλεγε αργότερα η Κάλλας.
Το όνειρο της να παντρευτούν δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Η Κάλλας θα διέδιδε πως ο Ωνάσης την είχε αναγκάσει να κάνει έκτρωση, σύμφωνα με το βιβλίο του Νικόλα Γκατζογιάννη, “Greek Fire” όμως, είχε φέρει στον κόσμο έναν γιο, καρπό του έρωτά της με τον Ωνάση, το μωρό όμως πέθανε λίγες ώρες μετά τη γέννησή του, το 1965.
Και τότε μπήκε στη ζωή του Ωνάση η Τζάκι, το απόλυτο τρόπαιο για τον Έλληνα επιχειρηματία που είχε διατηρήσει την επαφή του με την Πρώτη Κυρία, της είχε σταθεί όταν γέννησε ένα μωρό που δεν έζησε και φυσικά μετά τη δολοφονία του συζύγου της. Ενώ συνέχιζε τον δεσμό του με την Κάλλας, άρχισε να βλέπει την Τζάκι Κένεντι όλο και συχνότερα.
Η Κάλλας γνώριζε ότι ο Ωνάσης είχε διάφορες συναντήσεις με τη χήρα του Προέδρου. Αν και η περηφάνια της τη συμβούλευε να τον αφήσει, η καρδιά της δεν της το επέτρεπε. Μέχρι που ο Έλληνας Κροίσος αφού την προσκάλεσε να περάσει το καλοκαίρι στο Σκορπιό της ανακοίνωσε πως τελικά θα έφευγε για κρουαζιέρα μαζί με την Τζάκι και εκείνη δεν μπορούσε να τους ακολουθήσει.
Άφησε οργισμένη τον Ωνάση και έφυγε, όχι για το διαμέρισμα της στο Παρίσι αλλά για την Αμερική και, προσπαθώντας να ξεχαστεί, επισκέφθηκε μέχρι και την Disneyland ελπίζοντας πάντα σε ένα τηλεφώνημα από τον Ωνάση. Λέγεται ότι αυτό ήρθε πολύ αργά, μόλις λίγες μέρες πριν από το γάμο του με την Τζάκι τον Νοέμβριο του 1968. «Έλα στην Ελλάδα και σώσε με από τη χήρα» υποτίθεται ότι είπε στην ντίβα, η οποία όμως του απάντησε ότι θα έπρεπε να κοιμηθεί όπως είχε στρώσει, πεπεισμένη ότι ο Ωνάσης στο τέλος θα έκανε πίσω και δε θα παντρευόταν την Τζάκι. Είχε υπολογίσει λάθος. Λίγες μέρες αργότερα θα μάθαινε τα νέα του γάμου από την τηλεόραση.
Και όμως συγχώρεσε τον Ωνάση, και έγινε ξανά η ερωμένη του μετά το γάμο του με την Τζάκι παρά την μεγάλη της ταπείνωση. Όταν τσακισμένος από την απώλεια του γιου του ο Ωνάσης έφυγε από τη ζωή τον Μάρτιο του 1975, είπε σε μια στενή της φίλη: «Τώρα τέλειωσαν όλα για μένα».
Τον ακολούθησε δύο χρόνια αργότερα. «To ευτυχισμένο πουλί βγαίνει έξω και τραγουδά, το δυστυχισμένο γυρνάει στη φωλιά του και πεθαίνει” είχε πει σε μία από τις τελευταίες συνεντεύξεις η Μαρία Κάλλας, και αυτό έκανε και η ίδια στις 16 Σεπτεμβρίου του 1977, έχοντας χάσει τη φωνή της, την τέχνη στην οποία είχε αφιερώσει τη ζωή της, και τον Αριστοτέλη Ωνάση, τον άνδρα που αγάπησε όσο κανέναν.
Πηγή: grace.gr