Το ευρωπαϊκό σχέδιο επανεξοπλισμού αποτελεί στρατηγική ευκαιρία για την Ελλάδα
Πρόκληση για την διεθνή και την ελληνική ανάπτυξη και τον πληθωρισμό αποτελούν η άνοδος του εμπορικού προστατευτισμού και ο πόλεμος των δασμών, σύμφωνα με έκθεση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας (ΤτΕ), Γιάννη Στουρνάρα, η οποία αφορά στις επιδόσεις της οικονομίας μας το 2024, παρέχοντας παράλληλα προβλέψεις και προτάσεις για το 2025.
Η έκθεση της ΤτΕ, επισημαίνει πως οι κίνδυνοι για την παγκόσμια οικονομία το 2025 είναι σημαντικοί, εντείνοντας την αβεβαιότητα ως προς την ανάπτυξη και του πληθωρισμού, με πρώτο και κύριο παράγοντας τους δασμούς των ΗΠΑ και τα αντίμετρα από τους εμπορικούς τους εταίρους, και ως εκ τούτου για την ελληνική οικονομία απαιτείται η περαιτέρω διεύρυνση της εξωστρέφειας της οικονομίας – με αύξηση της παραγωγής διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών – η οποία θα συμβάλει στη σταδιακή διόρθωση των διαρθρωτικών ανισορροπιών στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Ο Γιάννης Στουρνάρας επισημαίνει πως οι εξελίξεις αυτές απειλούν την ανθεκτικότητα των οικονομιών, καθώς περιορίζουν το διεθνές εμπόριο και επιδεινώνουν τις διεθνείς χρηματοπιστωτικές συνθήκες και τις επενδύσεις, ενώ αυξάνουν τον κίνδυνο νέων πληθωριστικών πιέσεων και αναμένεται να επιβραδύνουν την παγκόσμια ανάπτυξη.
Και αυτό, μάλιστα, σε συνθήκες στις οποίες η Ελλάδα «παλεύει» να μειώσει περαιτέρω το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, με τα βασικά σενάρια να προβλέπουν να βελτιωθεί ως ποσοστό του ΑΕΠ, παραμένοντας ωστόσο σε υψηλό επίπεδο.
Οι επιπτώσεις ενός εμπορικού πολέμου δεν είναι η μόνη πρόκληση για την ελληνική οικονομία, η οποία φιλοδοξεί να εξασφαλίσει την διατήρηση ισχυρού ρυθμού ανάπτυξης και η επιτάχυνση της πραγματικής σύγκλισης προς το μέσο όρο της ΕΕ, με την ΤτΕ να προβλέπει πως ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται θα διατηρηθεί στο 2,3% και το 2025 (πρωτογενές πλεόνασμα στο 2,6% του ΑΕΠ) με όπλο την ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις, η οποία θα οδηγήσει σε μια μικρή περαιτέρω αποκλιμάκωση της ανεργίας στο 9,9% και σε μείωση του δημόσιου χρέους στο 144,4% του ΑΕΠ.
Σύμφωνα με τις βασικές προβλέψεις και χωρίς να μπορούν να προβλεφθούν οι επιπτώσεις του εμπορικού πολέμου, ο γενικός πληθωρισμός αναμένεται να υποχωρήσει ελαφρώς στο 2,9%, ενώ ο δομικός πληθωρισμός εκτιμάται ότι θα παραμείνει σταθερός.
Πρόσθετες αβεβαιότητες για την Ελλάδα, είναι:
- ενδεχόμενες καθυστερήσεις στην απορρόφηση και την αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης,
- η αυξανόμενη συχνότητα και ένταση των φυσικών καταστροφών λόγω της κλιματικής κρίσης και
- η εντεινόμενη στενότητα στην αγορά εργασίας και οι υψηλότερες μισθολογικές αυξήσεις.
Τα εμπόδια για τις μειώσεις των επιτοκίων
Η έκθεση της κεντρικής τράπεζας επισημαίνει και τούτο, σε σχέση με την Ευρώπη: Οι αποκλίνουσες προοπτικές για τον πληθωρισμό και την ανάπτυξη μεταξύ των χωρών (φερ’ ειπείν η Ελλάδα έχει άνω του μέσου όρου ρυθμούς ανάπτυξης αλλά αυξημένο πληθωρισμό) εντείνουν την αβεβαιότητα και καθιστούν τη χάραξη νομισματικής πολιτικής ακόμα πιο σύνθετη.
Όπως αναφέρει, στην περίπτωση που υπάρξει νέα αναζωπύρωση του πληθωρισμού ή των πληθωριστικών προσδοκιών ενδέχεται να επιβραδύνει ή και να ανακόψει τη διαδικασία μειώσεων των επιτοκίων, κάτι το οποίο θα επιδεινώσει τις χρηματοπιστωτικές συνθήκες και την αναπτυξιακή δυναμική.
Από την άλλη πλευρά, μια παρατεταμένη περιοριστική κατεύθυνση ασκεί πιέσεις σε ευάλωτους τομείς της οικονομίας. Παράλληλα, οι γεωπολιτικές εντάσεις, η μεταβλητότητα στις αγορές και η άνοδος των αποδόσεων των ομολόγων στη ζώνη του ευρώ καθιστούν τις χρηματοδοτικές συνθήκες ακόμη πιο περιοριστικές.
Επιπλέον, τυχόν αυξανόμενη διαφοροποίηση της νομισματικής πολιτικής μεταξύ των μεγάλων οικονομιών μπορεί να προκαλέσει αναταράξεις στις συναλλαγματικές ισοτιμίες και στις διεθνείς ροές κεφαλαίων.
Ως εκ τούτου, ο παγκόσμιος κύκλος νομισματικής πολιτικής αναμένεται να είναι λιγότερο συγχρονισμένος, καθώς οι κεντρικές τράπεζες καλούνται να εξισορροπήσουν την επιδίωξη του στόχου για τον πληθωρισμό με τη διαχείριση των επιπτώσεων στο κόστος ενέργειας και των εισαγωγών αγαθών από τις εμπορικές εντάσεις και την επιβολή νέων δασμών.
Σε αυτό το περιβάλλον αυξημένης πολυπλοκότητας, η διατήρηση της αξιοπιστίας της νομισματικής πολιτικής προϋποθέτει ευελιξία και ετοιμότητα για έγκαιρη αναπροσαρμογή της κατεύθυνσής της, ώστε να περιοριστεί η αβεβαιότητα και να διασφαλιστεί η μακροοικονομική σταθερότητα.
Προτάσεις πολιτικής
Για την αποτελεσματική αντιμετώπιση όλων των παραπάνω προκλήσεων, η ΤτΕ αναφέρει πως απαιτείται μια συνεκτική στρατηγική οικονομικής πολιτικής, με έμφαση στη μεταρρυθμιστική συνέπεια, τη δημοσιονομική σταθερότητα και την ενίσχυση της παραγωγικής δυναμικής.
Η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, ιδιαίτερα σε τομείς με διαχρονικές αδυναμίες (όπως η απονομή δικαιοσύνης), αποτελεί προϋπόθεση για την ενίσχυση της επενδυτικής εμπιστοσύνης και την προσέλκυση νέων κεφαλαίων.
Παρεμβάσεις που περιορίζουν τη γραφειοκρατία, επιταχύνουν τον ψηφιακό μετασχηματισμό και προωθούν τον ανταγωνισμό μπορούν να βελτιώσουν ουσιαστικά το επιχειρηματικό περιβάλλον.
Παράλληλα, είναι κρίσιμη η επιτάχυνση της απορρόφησης και η αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, με στόχο τη μείωση του επενδυτικού κενού, την ενίσχυση του δυνητικού προϊόντος και της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας και συνολικά τη βελτίωση της ανθεκτικότητας της οικονομίας.
Η επένδυση στην έρευνα, την καινοτομία και το ανθρώπινο κεφάλαιο είναι καθοριστική για την ανάσχεση της μακροχρόνιας πτώσης της παραγωγικότητας. Η παρατηρούμενη στενότητα της αγοράς εργασίας απαιτεί πρωτοβουλίες, προκειμένου να μη διαταραχθεί η αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας.
Προτεραιότητα πρέπει να δοθεί στην αύξηση της συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό, ιδιαίτερα των νέων και των γυναικών, στην ενίσχυση της τεχνικής εκπαίδευσης και στη συνεχή αναβάθμιση των δεξιοτήτων των εργαζομένων. Παράλληλα, απαιτούνται ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης για τους μακροχρόνια ανέργους, καθώς και κίνητρα για την ενσωμάτωση και προσέλκυση εξειδικευμένων μεταναστών.
Καθοριστικής σημασίας είναι επίσης η αντιστοίχιση των δεξιοτήτων με τις ανάγκες της αγοράς, η αντιστροφή του “braindrain”, αλλά και η επανένταξη και η παραμονή περισσότερων εργαζομένων στην αγορά εργασίας.
Το ευρωπαϊκό σχέδιο επανεξοπλισμού προσφέρει στην Ελλάδα μια στρατηγική ευκαιρία για την ενίσχυση της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας και της παραγωγικής της βάσης. Μέσω της κοινής ευρωπαϊκής χρηματοδότησης, η χώρα μπορεί να επωφεληθεί ουσιαστικά, υπό την προϋπόθεση ενεργού συμμετοχής της σε διεθνή σχήματα συμπαραγωγής.
Αυτό θα συμβάλει τόσο στην ενίσχυση της αυτάρκειας όσο και στην τόνωση των εξαγωγών. Παράλληλα, οι αυξημένες αμυντικές δαπάνες θα πρέπει να κατευθύνονται σε καλά σχεδιασμένες επενδύσεις με υψηλό αναπτυξιακό αποτύπωμα − σε υποδομές, ενέργεια, έρευνα και καινοτομία − ώστε να ενισχύονται και άλλοι κλάδοι της οικονομίας. Με τον τρόπο αυτό, η αξιοποίηση των κονδυλίων για την άμυνα μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης για μια πιο ισχυρή και ανθεκτική παραγωγική βάση.
Τέλος, η έκθεση επισημαίνει πως οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας συνδέονται άμεσα με την ενίσχυση της ανθεκτικότητας της ευρωζώνης – κάτι που προϋποθέτει την επιτάχυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης και τον αποτελεσματικότερο συντονισμό των πολιτικών.
Αν τα χάσατε
Οι τρέχουσες διεθνείς ανατροπές αποτελούν για την Ευρώπη, εκτός από απειλή, μια κλήση αφύπνισης. Η ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης, η δημιουργία μιας πλήρως λειτουργικής Ένωσης Κεφαλαιαγορών – στο πλαίσιο της στρατηγικής για την Ένωση Αποταμιεύσεων και Επενδύσεων – καθώς και η διαμόρφωση μιας συνεκτικής στρατηγικής για τη Δημοσιονομική Ένωση είναι κρίσιμες προτεραιότητες.
Την ανάγκη αυτή υπογραμμίζουν τόσο η έκθεση Draghi για την ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης όσο και η έκθεση Letta για τη βάθυνση της ενιαίας αγοράς. Στην ίδια κατεύθυνση, η Πυξίδα Ανταγωνιστικότητας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προσφέρει συγκεκριμένο πλαίσιο δράσεων – από την απλοποίηση κανονισμών και την ενίσχυση της καινοτομίας έως την αύξηση της χρηματοδότησης και τη στήριξη της πράσινης και ψηφιακής μετάβασης. Οι πρωτοβουλίες αυτές είναι απαραίτητες για να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα, να διασφαλιστεί η συνοχή και να ενδυναμωθεί η στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης, σε ένα ιδιαίτερα απαιτητικό και ρευστό διεθνές περιβάλλον.