16 C
Rhodes
Κυριακή, 19 Ιανουαρίου, 2025

Αρχιμανδρίτης Μελίτων Μπέλλος, Δρ. Θεολογίας «Η Θρησκεία του Ισλάμ, συνιστά αιτία φόβου και «νομιμοποίηση» της βίας»

Περισσότερα άρθρα

spot_img

Αποκλειστική συνέντευξη στο ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΥ

• Πανοσιολογιώτατε, η Ευρώπη και οι χριστιανικές χώρες, δέχονται μια εισβολή από το Ισλάμ και μάλιστα με αρκετά συντονισμένο τρόπο. Θα θέλαμε το σχόλιό σας. Πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί αυτή η κατάσταση που τρομάζει τον χριστιανικό κόσμο και βεβαίως, τον δυτικό πολιτισμό; 

 

Η παρουσία του Ισλάμ στη Ευρώπη και γενικότερα στις δυτικές κοινωνίες, δεν είναι κάτι νέο. Ιστορικά έχουν υπάρξει διάφορες φάσεις: συγκρούσεως με το Χριστιανισμό, ανοχής, συνυπάρξεως. Επομένως, ο χριστιανικός κόσμος και ειδικότερα οι ορθόδοξοι έχουμε μακραίωνες εμπειρίες. Αφενός βαθιά τραυματικές από τη πίεση του, αφετέρου ειρηνικής συμβιώσεως. Στη συνάντηση αυτή, η Ορθόδοξη Εκκλησία διαλέχθηκε μαζί του με ποικίλες μορφές. Ο διάλογος μεταξύ των δύο Θρησκειών  με τα αδιέξοδα και τις ελπίδες του, απετέλεσε τη βοηθητική διερεύνηση του κοινού εδάφους της μονοθεϊστικής, προφητικής εμπειρίας.

Ωστόσο, η Θρησκεία του Ισλάμ, από τα τέλη του 20ου αιώνα και ιδιαίτερα  στις απαρχές του νέου, 21ου αιώνα, ενώ επηρεάζει εκατομμύρια  ανθρώπων κυρίως με τη συνεχιζόμενη παγκόσμια μετακίνηση πληθυσμών φέρνοντας στα έγκατα των δυτικών κοινωνιών τη πίστη του,   συνιστά αιτία φόβου και «νομιμοποίηση» της βίας. Με τη επίκληση του θρησκευτικού συμβολισμού της θυσίας και του μαρτυρίου, οι οπαδοί της «ισλαμικής καθαρότητας» και της αδιαλλαξίας (π.χ. Ιράν, Λιβύη, Τουρκία, Αλγερία),  υπηρετούν τη νομιμοποίηση της πλέον ανορθόλογης και κτηνώδους βίας και καταστροφής, που καθώς φαίνεται έχουν γίνει αυτοσκοποί. Πρόκειται για μια συνεχή σύγκρουση πολιτισμών η οποία εμπεριέχει τη άρνηση της διαφορετικότητας, όπως και αν αυτή ορίζεται σε προσωπικό ή συλλογικό επίπεδο. Η ιδεολογική αυτή ομάδα φανατισμού με το επικάλυμμα της θρησκευτικής πίστης, στο όνομα ενός Θεού, όπως αυτοί τον προσδιορίζουν, παράγει άβουλους πιστούς με απώτερο στόχο  δια του ιερού πολέμου-jihad- να υποταχθούν οι χώρες του πλανήτη υπό το κράτος της «αληθούς πίστεως». Στη αποδοχή με άλλα λόγια, της δικής του κοσμοθεωρίας η οποία καθίσταται  μονόλογος και ασέβεια σε όποια άλλη θρησκευτική ή φυλετική και πολιτιστική ετερότητα. Μια σημαντική διευκρίνιση που αφορά τη εννόηση του οραματισμού της συγκεκριμένης ιδεολογίας, είναι ότι όσο και αν περιβάλλεται με μεταφυσικές δοξασίες και επιχρυσώματα στη πραγματικότητα ερμηνεύει, διαρθρώνει και διακοινωνεί πάντοτε μέσα στα εγκόσμια και δεδομένα, σε μία βασιλεία- εξουσία σε αυτή τη γη και στο τωρινό χρόνο, δίχως μεταθανάτια λύτρωση και σωτηρία και φυσικά δίχως ουσιαστικές απαντήσεις στα καίρια υπαρξιακά ερωτήματα του ανθρώπου.   Αντιμέτωπες με τη βία και τον φανατισμό του νεοαφυπνισθέντος Ισλάμ αλλά και τη πρόκληση που επέφερε η πλανητική διασπορά και η εμφάνιση των τρομοκρατικών  κινημάτων,  οι δυτικές κοινωνίες βρίσκονται απροετοίμαστες στο διαχειριστούν με ουσιαστικούς τρόπους κυρίως τις τεράστιες οικονομικές επιβαρύνσεις και  τη αλλαγή του τρόπου ζωής ο οποίος  κινείται σε ένα φαύλο κύκλο τρομοκρατίας.

Στη στράτευση αντιμετώπισης των δολοφονικών ενεργειών  καθήκον της Εκκλησίας και των λοιπών θρησκευτικών κοινοτήτων, οποιασδήποτε παράδοσης, είναι  να συνεχιστεί ο ιστορικός  διάλογος και η συνεργασία  με το Ισλάμ. Εδώ βέβαια οφείλουμε να τονίσουμε ότι η διάθεση για διάλογο έχει καλλιεργηθεί περισσότερο στο χριστιανικό κόσμο με εξαιρέσεις  στο μουσουλμανικό. Επιπλέον, ο διάλογος είναι ανάμεσα σε λίγους χριστιανούς και μερικούς μουσουλμάνους και μάλιστα σε ακαδημαϊκό και μόνο επίπεδο όπως  εντός των πλαισίου του ΠΣΕ αλλά και της Ρωμαιοκαθολικής και Ορθοδόξου Εκκλησίας. Οι λαοί αμφοτέρων των θρησκειών στη συντριπτικοί πλειοψηφία είναι ανημέρωτοι   και ως εκ τούτου αντιμετωπίζουν ο ένας τον άλλων –δεδομένων και των ακραίων φαινομένων- με ιδιαίτερη καχυποψία. Εξάλλου βασικός παράγοντας που καλλιεργεί τη αρνητική στάση κυρίως του Ισλάμ, είναι ότι οι  οικονομικά ανεπτυγμένες  δυτικές κοινωνίες, που έχουν υπόβαθρο τη χριστιανική παράδοση δεν είναι συνεπείς στις αρχές της δικαιοσύνης, της αγάπης και του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, επιτρέποντας με εμφανή  αδιαφορία τη εξαθλίωση εκατομμυρίων ανθρώπων, καθώς και τη στρατιωτική  στήριξη και επέμβαση τους στις χώρες της Ανατολής επ΄ονόματι του οικονομικού συμφέροντος.

Βαθιά πεποίθηση όμως των χριστιανικών  Εκκλησιών και μάλιστα της Ορθόδοξης, είναι η συνέχιση του διαλόγου. Όπως αναφέραμε αρχικά, η Ορθοδοξία της καθ’ ημάς Ανατολής έζησε πλησιέστερα από οποιοδήποτε άλλο τον μουσουλμανικό κόσμο με ανάπτυξη διαλόγου από τις απαρχές του. Επομένως σήμερα με την εμπειρία τη οποία έχει μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά ώστε να διαφωτίσει αρχικά  το δικό της πλήρωμα, που δυστυχώς και αυτό στους δικού του κόλπους έχει ακραίες  φωνές που ερεθίζουν και προκαλούν επικίνδυνες εκρήξεις.  Η Ορθοδοξία είναι υποχρεωμένη να υπενθυμίσει στο πλήρωμα της και  στη Δύση ότι με τις ενέργειες του δυτικού  κυρίως χριστιανισμού  στο παρελθόν (σταυροφορίες, αποικιοκρατία, δουλεμπόριο κ.α.)  αλλά και στο σήμερα, τραυμάτισε και εξακολουθεί να το κάνει, βαθιά τις σχέσεις χριστιανών και μουσουλμάνων προκαλώντας τη δυσπιστία και τη έξαρση του μουσουλμανικού φανατισμού. Ακόμη ποιο σημαντική  υπενθύμιση  είναι η αποφυγή γενικεύσεων και ακροτήτων.  Τα διάφορα στοιχεία που βρίσκονται μέσα στις Θρησκείες δεν είναι ούτε όλα υπέροχα ούτε όλα σκοτάδι.  Ο κίνδυνος της γενικεύσεως αφενός δημιουργεί «θετικές ψευδαισθήσεις» δηλαδή να νομίζουμε ότι δεν υπάρχουν διαφορές με το Ισλάμ αλλά και αφετέρου μειώνουμε τα όποια θετικά στοιχεία που ανευρίσκονται στη συγκεκριμένη Θρησκεία.  Δεν είναι τυχαίο ότι στο επίσημο διάλογο Ορθοδοξίας και Ισλάμ προτάθηκε η παιδεία ως καταλυτικός παράγοντας άμβλυνσης συγχύσεων, εντάσεων, διαιώνισης ιστορικών προλήψεων και αρνητικής φόρτισης που οδηγεί αναπόδραστα στον φονταμενταλισμό.

Σύμφωνα  με τα άνω λεχθέντα,  η Ορθοδοξία μπορεί να προτάξει  με βάση τη παράδοση της ένα κώδικα κοινών αξιών για τον Θεό, τον άνθρωπο και για τον κόσμο. Για παράδειγμα, τη ισόρροπη ανάπτυξη και αλληλεγγύη σε όλα τα επίπεδα αντιμετώπισης της φτώχιας, της αδικίας, της οικονομικής κρίσεως, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της ελευθερίας-θρησκευτικής και προσωπικής- αλλά και της οικολογικής κρίσεως η οποία πλέον είναι εμφανής.  Αυτό βέβαια απαιτεί να υπενθυμίσουμε εαυτούς και αλλήλους, ότι οι Θρησκείες ανοίγουν ορίζοντες φωτός, αγιότητας  και ότι υπάρχει Κάτι ή Κάποιος πέρα από τα αντιληπτά φαινόμενα. Ακόμη ότι στη διάρκεια της ανθρώπινης περιπέτειας ο Θεός δεν παύει να μεριμνά για τη Δημιουργία του και κυρίως για το ανθρώπινο πρόσωπο το οποίο είναι «κατ’ εικόνα» Του. Η κατανόηση της πραγματικότητας αυτής είναι δυνατό να επιφέρει τη  μετάνοια αλλά και τη ταπείνωση και τη γνήσια αγάπη ώστε ο διάλογος να είναι  καρποφόρος.  Χρέος δικό μας είναι να συνεχίσουμε να εργαζόμαστε για τη καταλλαγή, χωρίς στόμφο, ειρηνικά απλά, με γνώση και σεβασμό στην προσωπικότητα και ελευθερία των συνομιλητών μας.

 

 

• Ποιες είναι οι προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει η Ορθοδοξία μας και πώς θα ανταποκριθεί στον ρόλο της, κατά την εκτίμησή σας;

 

Σε μια προσπάθεια  περιγραφής της ύστερης νεωτερικότητας οι διαπιστώσεις  που επισημαίνονται αρχικά είναι,   η διαμόρφωση μιας ανεπίστρεπτης παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας στη οποία κυριαρχούν οι ποικίλες θρησκευτικές, πολιτιστικές και φυλετικές κοινότητες η κάθε μια των οποίων διεκδικεί  τη επιβολή επί της άλλης και τον αυτοπροσδιορισμό ως μοναδικής. Στο ίδιο πλαίσιο της ποικιλότητας της σύγχρονης κοινωνίας διαπιστώνουμε  τις εκφάνσεις του σύγχρονου ουμανιστικού τρόπου ζωής   που απογυμνώνει και εκθέτει τον άνθρωπο σε πρωτόγνωρες δυνατότητες και προοπτικές  οι οποίες στηρίζονται στη παγκοσμιοποίηση του καπιταλισμού, τον φιλελεύθερο δικαιωματισμό σε συνδυασμό με την ανασφάλεια.  Επιπλέον, η καθιέρωση  αρχών ήδη από την εποχή της νεωτερικότητας    όπως ο ορθός λόγος, η υπέρβαση της ιερότητας, η επιστημονική γνώση και η επιβολή μιας απόλυτης αλήθειας, τίθενται  σε κριτική. Σχεδόν άρδην, απορρίπτεται το ενδιαφέρον για το επέκεινα με κύρια έμφαση στη γνώση του φυσικού- υπαρκτού κόσμου. Στα παραπάνω προστίθεται ο μηδενισμός, ο ατομισμός και η απόρριψη κάθε κοινωνικού ενδιαφέροντος με εστίαση κυρίως στη κυριαρχία των ηλεκτρονικών εικόνων. Η εικονιστική πραγματικότητα θέτει επί τάπητος τις διαπροσωπικές σχέσεις και  την ατομική ελευθερία οι οποίες  διακυβεύονται  απαξιώνοντας στην ουσία τη μοναδική και ανεπανάληπτη αξία της ανθρώπινης ύπαρξης. Γενικά  παρατηρείται η αδυναμία της επιστήμης, η οποία κυριαρχεί στη ζωή του σημερινού ανθρώπου να απαντήσει στους  υπαρξιακούς  προβληματισμούς, μάλλον δε,   αποπροσανατολίζει τον τρόπο ζωής. Στη σκιαγράφηση της εποχής μας  προστίθενται  η  παγκόσμια οικονομική, χρηματιστική, τεχνολογική και οικολογική αλληλεξάρτηση καθώς, και, η επικράτηση των δημοκρατικών θεσμών ως και η εξασθένηση της κρατικής κυριαρχίας με τις επιπτώσεις  που επιφέρουν στις χριστιανικές και μη κοινότητες και επομένως και στη  Ορθόδοξη Εκκλησία.

Από την άλλη, ο δυτικός κόσμος με τις παραδοσιακές χριστιανικές Εκκλησίες  εκ των οποίων  κάποιες έχουν  αποστολική υπόβαθρο όπως η Ορθοδοξία  χάνουν βαθμιαία το ποίμνιο τους  αφού οι νεώτερες γενεές δεν έχουν ενδιαφέρον για την πίστη και για  πνευματικές αναζητήσεις, μεταθέτοντας το κέντρο της ζωής στην ευδαιμονία και τον ατομοκεντρισμό. Ακόμη  και στις περιπτώσεις όπου παρατηρείται ενδιαφέρον για τη χριστιανική πίστη, η σε βάθος ανάλυση αναδεικνύει  ότι   τις περισσότερες φορές είναι επιδερμική με εστίαση   σε παρωχημένες εθιμικές συνήθειες δίχως αναζήτηση της ουσίας και αλήθειας του χριστιανικού μηνύματος. Στο τελευταίο αυτό, συντελεί μεταξύ άλλων και η στάση της θεσμικής ποιμένουσας Εκκλησίας. Οι ανάρμοστες συμπεριφορές των ιθυνόντων που σκανδαλίζουν ή  η μη σοβαρότητα απαντήσεων σε καίρια θέματα της καθημερινότητας και η αποστασιοποίηση από τις υλικές ανάγκες με το πρόσχημα μιας  «άυλης»  πνευματικότητας, ωθούν  στην αναζήτηση άλλων επιλογών.

Στο σημείο αυτό οφείλουμε να δούμε πως η Ορθόδοξη Εκκλησία μπορεί να αντιμετωπίσει τις μεταλλάξεις στο δημόσιο χώρο καταθέτοντας τη δική της μαρτυρία. Δίχως να παραθεωρείται ότι η επίτευξη ενός τέτοιου στόχου αποτελεί δυσχερές ζήτημα στο οποίο εκτός από τη θεολογία συμπλέκονται οι νομικές, κοινωνικές, ηθικές, πολιτικές κ.α. διαστάσεις, καθώς και ένα σύνολο  αλλαγών με «αντιτιθέμενες τάσεις» λόγο της Παγκοσμιοποίησης,  εντούτοις θέτουμε τον προβληματισμό αν  η Εκκλησία με τη δυναμική της παράδοσης της, του λειτουργικού πλούτου της και γενικότερα της πνευματικότητας της  μπορεί να αποτελέσει  παράγοντα  νοηματοδοτήσεως της ζωής του κόσμου και του ανθρώπου.  Δεδομένου μάλιστα  ότι, οι παλαιότερες προβλέψεις της εξαλείψεως του θρησκευτικού φαινομένου με τη επικράτηση της εκκοσμίκευσης διαψεύδονται στην εποχή μας, εποχή της μετα-εκκοσμίκευσης. Η θρησκεία ανασυγκροτείται με τρόπους που καθορίζονται από το σύγχρονο πλουραλιστικό περιβάλλον μέσα στο οποίο επιχειρείται η παρουσία των θρησκευτικών ιδεών και συμβόλων με εφαλτήριο  το ευρύ φάσμα των κοινωνικών αντιλήψεων.  Μαρτυρείται  σήμερα η «επιστροφή του Θεού»  και το ενδιαφέρον για αναζήτηση απαντήσεων περί του νοήματος της ζωής.

Εντός του πλαισίου  που αδρά περιγράψαμε η Εκκλησία καλείται να δώσει μαρτυρία προφητική και απελευθερωτική. Εδώ, εντός του περιορισμένου χώρου που διαθέτουμε θα αρκεστούμε να επισημάνουμε ότι για να έχει ουσιαστικό λόγο στη δημόσια συζήτηση η Ορθόδοξη Εκκλησία οφείλει να εστιάσει σε δύο βασικούς παράγοντες  ώστε όντος ο λόγος  της  να εμπνέει  τη σάρκωση της Αλήθειας του Ευαγγελίου. Ο πρώτος παράγοντας στη ιστορική συγκυρία που διανύουμε είναι η ύπαρξη ενιαίας φωνής  των Ορθοδόξων κατά τόπους Εκκλησιών απέναντι στα προβλήματα του σύγχρονου κόσμου. Είναι γνωστό, ότι στη ιστορική της διαδρομή η Ορθόδοξη Εκκλησία κατακερματίστηκε σε επιμέρους  εθνικές – τοπικές Εκκλησίες. Ακολουθώντας η Εκκλησία τη ιστορική πορεία των λαών για ανεξαρτησία  και αυτοδιάθεση  από τη μακροχρόνιο δουλεία και συμβάλλοντας η ίδια στο σκοπό αυτό γρήγορα ταυτίστηκε με το φυλετικό κριτήριο δημιουργώντας κατάσταση διχασμού, ρατσισμού και σοβινισμού αλλά και κατάλυση της Καθολικότητας και Οικουμενικότητας του εκκλησιαστικού σώματος με ένα  αντι-ευαγγελικό πνεύμα. Το εκκλησιολογικό αυτό πρόβλημα μεταφέρθηκε, ως μη όφειλε, και στη λεγόμενη Ορθόδοξη Διασπορά, όσο και στη ιεραποστολή δυσχεραίνοντας ακόμη περισσότερο τη ενότητα, οικουμενικότητα και τη μαρτυρία της Ορθοδοξίας στο σύγχρονο κόσμο.     Η αντι- εκκλησιολογική αυτή κατάσταση, με επιμέρους παραμέτρους  όπως λχ. ο ιδεολογικός συσχηματισμός, οι ολοκληρωτικές και φασιστικές νοοτροπίες, η φαντασιακή κατασκευή εχθρών, η εσωστρέφεια, ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός κ.α.    καθώς  επίσης  σήμερα,  η παραχώρηση Αυτοκεφαλίας  στην Ουκρανία από το Πρωτεύθυνο στη διακονία της Ορθοδοξίας Οικουμενικό Πατριαρχείο, έχει εντείνει περισσότερο τις σχέσεις των Ορθοδόξων Εκκλησιών.   Και τούτου διότι αφενός υπάρχει προσκόλληση  σε ένα «ένδοξο παρελθόν» (λ.χ. Τσαρική Ρωσία)  ή αφετέρου, η εξυπηρέτηση εθνικών και πολιτικών σκοπιμοτήτων. Η φαιδρή αυτή κατάσταση οδηγεί αναπόδραστα στη έλλειψη ουσιαστικού και σοβαρού λόγου της Ορθοδοξίας στις νέες προκλήσεις  που επέφερε η παγκοσμιοποίηση.  Η υπέρβαση του εθνικισμού όπως διαγράφονται τα πράγματα στο σήμερα είναι  δυσχερέστατο γεγονός.   Πιστεύουμε ότι, εκείνο που απαιτείται περισσότερο από ποτέ  είναι ο άμεσος και αποφασιστικός επαναπροσανατολισμός της Εκκλησίας και της θεολογίας. Η στόχευση αυτή δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί παρά μόνο με τη ευχαριστιακή ανασυγκρότηση της εκκλησιολογίας.

Ο δεύτερος και εξίσου σημαντικός παράγοντας που προϋποτίθεται ώστε η Ορθοδοξία να έχει φερέγγυο λόγο,  είναι η ορθή κατανόηση της Παράδοσης. Ανέκαθεν η Ορθοδοξία στηριζόταν στη παρακαταθήκη των θεοφόρων Πατέρων και στη Παράδοση της. Ωστόσο, αυτή η στάση εξετράπη σε ένα είδος ειδωλοποίησης του παρελθόντος  μεταμορφώνοντας τη αγάπη για τη Παράδοση σε μια τυφλή παραδοσιαρχία και ένα σκληροπυρηνικό συντηρητισμό. Μιλάμε, τουλάχιστο στο θεολογικό επίπεδο, για ανταγωνισμό της ειδωλοποιημένης Παράδοσης με τη διδασκαλία του ιδίου του Χριστού!  Για το εκκλησιαστικό σώμα ανέκαθεν η Παράδοση είναι βίωμα που  κατανοείτο ως διαρκής  κίνηση πρόσληψης και μετάδοσης μιας κληρονομιάς από τη μια γενιά  πιστών στη επόμενη. Με άλλα λόγια Παράδοση είναι ο προφητικός λόγος της Εκκλησίας που φανερώνει στη καθημερινότητα των ανθρώπων τα κριτήρια του Ευαγγελίου χωρίς η ίδια να προσχωρεί στα κριτήρια του κόσμου, ή σε μια άλλη διατύπωση, να εγ-κοσμικεύευται   χωρίς να εκ-εκοσμικεύεται. Επομένως, η Παράδοση δεν είναι συντηρητισμός και ανακύκλωση κάποιων στοιχείων έστω και «ιερών» τα οποία ωστόσο  δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες του σήμερα αλλά, δυναμική  αναπροσαρμογή της κληρονομίας του παρελθόντος προκειμένου να δοθούν λύσεις στις τρέχουσες ανάγκες και τα ευρύτερα πνευματικά αιτήματα της κάθε εποχής.

Η αντικειμενοποίηση της  λειτουργικής γλώσσας για παράδειγμα η οποία όσο ωραία και  αν είναι παραμένει ακατανόητη  στους πολλούς με έκπτωση σε παθητική παρακολούθηση μιας ιεροτελεστίας  απολιθωμένης και νεορομαντικής  ή της ακρόασης ενός ηθικολογικού κηρύγματος άσχετου με τη θεολογία και το ήθος της Εκκλησίας.     Η ίδια η Θ. Λειτουργία και γενικότερα οι λατρευτικές πράξεις των ορθοδόξων, παρά το λαμπρό βυζαντινό διάκοσμο και το παραδοσιακό τυπικό, ικανοποιεί ένα θρησκευτικό ευδαιμονισμό που αφορά τα  άτομα στη ιδιώτευση και τη μοναξιά του πλήθους και όχι τα πρόσωπα της ευχαριστιακής κοινότητας.  Εδώ να σημειώσουμε ότι οι Θ. Λειτουργίες που τελούνται καθημερινά στους ιερούς ναούς έχουν γραφεί τον 4ο αιώνα με κάποιες   μεταγενέστερες αλλαγές. Οι Πατέρες τις έγραψαν για την εποχή τους και τις ανάγκες της. Εμείς σήμερα δεν έχουμε τη τόλμη να δημιουργήσουμε νέες Θ. Λειτουργίες κρατώντας φυσικά το Αγιογραφικό τους υπόβαθρο, αλλά προσαρμοσμένο στη δική μας εποχή και γλώσσα! Και αυτό με το πρόσχημα της Παράδοσης ή  της θεοπνευστίας των κειμένων γεγονός που δηλώνει απιστία εκ μέρους μας ότι το Άγιο Πνεύμα  δεν δρα άρα δεν υπάρχει σήμερα!!!    Ακόμη, οι ιεροί κανόνες οι οποίοι γράφτηκαν σε μια άλλη εποχή εξυπηρετώντας ανάγκες τις εποχής τους  και κατά πολύ δεν ανταποκρίνονται στο σήμερα,  εθιμικά σχήματα του παρελθόντος εκλαμβάνονται ως μουσειακά τιμαλφή κάνοντας αδύνατη τη θέαση της αλήθειας που υπάρχει πίσω από αυτά, είναι μερικά παραδείγματα  τα οποία εγκλωβίζουν το εκκλησιαστικό ήθος το οποίο έχει μετατραπεί σε εξυπηρέτηση  θρησκευτικών αναγκών.   Η  αλλοτριωμένη Παράδοση επέφερε μεταξύ άλλων τη θρησκειοποίηση  του εκκλησιαστικού γεγονότος δίνοντας έμφαση σε μια ιδεολογικοποιημένη Εκκλησία  ομολογιακού χαρακτήρα, με εκκλησιολογική εσωστρέφεια που κατά πολύ  αρνείται το διάλογο με το ιστορικό γίγνεσθαι,  με το σύγχρονο κόσμο και τις προκλήσεις του  αλλά  και με τη ετεροδοξία και τις άλλες θρησκευτικές κοινότητες.   Η ποιμαντική αντικαταστάθηκε με τη γραφειοκρατική διοίκηση, το δε συνοδικό σύστημα της Εκκλησίας να λειτουργεί ερήμην κλήρου και λαού.  Συνοψίζοντας, τα προβλήματα της σύγχρονης Ορθοδοξίας φυσικά δεν είναι μόνο όσα ελέχθησαν παραπάνω αλλά και άλλα περισσότερα.

Ωστόσο, παρά τα υπάρχοντα προβλήματα δεν μπορούμε να μη αναγνωρίσουμε  ότι καταβάλλονται  αρκετές προσπάθειες από μέρους της Εκκλησίας ώστε η μαρτυρία του Ευαγγελικού λόγου σήμερα να είναι ζωντανή. Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας(Κρήτη 2016) προσπάθησε να απαντήσει στα παραπάνω ζητήματα που αφορούν τη ζωή του κόσμου.  Δύο σημαντικά   κείμενα –αποφάσεις συντελούν ως ενιαία  φωνή των Ορθοδόξων στη διαφώτιση του Ορθόδοξου λαού: α) «Η  αποστολή της  Ορθοδόξου Εκκλησίας εις τον σύγχρονον κόσμον» και β) «Σχέσεις Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον». Στα δύο κείμενα,  η Ορθοδοξία   κάνει αναφορά  σχεδόν σε όλες τις πτυχές της καθημερινότητας  δίνοντας έμφαση στη αξία του ανθρωπίνου προσώπου, στη ελευθερία και τη ευθύνη απέναντι στη βία, στη κοινωνική ανισότητα, στη χειραγώγηση της κοινής γνώμης, στο παγκόσμιο πρόβλημα της πείνας, της ειρήνης και δικαιοσύνης, στις παντός τύπου διακρίσεων  και στη μαρτυρία αγάπης και διακονίας. Επί πλέον, με βαθιά αυτοσυνειδησία ότι αποτελεί τη Μια Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία,  επιμένει στο διάλογο με τη ετεροδοξία και τα άλλα θρησκεύματα ώστε να δίνεται η μαρτυρία των πνευματικών της θησαυρών αλλά και η συνεργασία στις προκλήσεις του σύγχρονου κόσμου. Ωστόσο και εκεί καταδείχτηκε ότι οι δύο παράγοντες στους οποίους αναφερθήκαμε, εθνικισμός και Παραδοσιαρχία απετέλεσαν τροχοπέδη εκκλησιαστικής ανασυγκρότησης και μαρτυρίας. Η απουσία τεσσάρων κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών από τη Σύνοδο αλλά και φωνές συντηρητισμού  και μισαλλοδοξίας ήταν κραυγαλέες περιπτώσεις όσων παραπάνω θίξαμε. Απαιτείται συνεπώς από όλους, κληρικούς και λαϊκούς εγρήγορση και ευθύνη ώστε να αντιμετωπιστεί η μετανεωτερική εποχή δίχως τα σύνδρομα της εσωστρέφειας που επιμένει να αγνοεί την Ορθοδοξία και τη βαθύτερη αλήθεια της.    Όπως πολύ σωστά λέχθηκε το να είναι κανείς χριστιανός αποτελεί άθλημα εξετάζοντας πάντα αν ακολουθεί τον Κύριο ο οποίος δεν είναι μόνο η κεφαλή της Εκκλησίας αλλά και ο Κριτής της.    Ως μέλη του εκκλησιαστικού σώματος  χρειαζόμαστε  ώσμωση  του βαθύτερου είναι της Εκκλησίας. Μόνο έτσι μπορεί η Εκκλησία ως κοινότητα να δώσει μαρτυρία για να ζήσει ο κόσμος.

 

 

• Στα του οίκου μας, πού βρίσκεται η διαδικασία για την αξιοποίηση των κτηρίων στην Ενότητα Κρεμαστής, που ανήκουν στην Εκκλησία;

 

Είναι γνωστό στο ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο ότι ο Ιερός Ναός της Παναγίας της Καθολικής αποτελεί μέσα στη μακραίωνη  ιστορία του το σημείο αναφοράς του ευσεβούς λαού τόσο της Ρόδου όσο και της ευρύτερης περιοχής των Δωδεκανήσων. Η ιερή εικόνα της  Παναγίας Καθολικής και ο ναός της στάθηκε αρωγός  στα δύσκολα χρόνια της δουλείας αλλά και στα νεώτερα σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής των κατοίκων της Κρεμαστής  και όχι μόνο. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι μέχρι το 1960 όπου ανεγέρθη  ο νέος Ναός, στα συγκροτήματα του παλαιού ναού στεγάζονταν άπορες οικογένειες κυρίως από τα νησιά, σχολείο, ιατρείο, κ.α.  Η κοινωνική δράση του Ιερού Προσκυνήματος είναι ανεκτίμητη. Στα νεώτερα χρόνια συνέβαλε αποφασιστικά στη διάπλαση της Κρεμαστής και των νέων αναγκών που δημιουργήθηκαν. Από τη τεράστια περιουσία που διέθετε από δωρεές από ευλαβείς πιστούς στους οποίους η Χάρη της Θεοτόκου ευεργέτησε ποικιλοτρόπως, δημιουργήθηκαν το κοινοτικό κατάστημα – Δημαρχείο, το γήπεδο, η βιβλιοθήκη, το Πνευματικό κέντρο, κ.α. Εξάλλου σημαντική υπήρξε η προσφορά της Εκκλησίας στη παραχώρηση ιδιοκτησίας κτημάτων σε κατοίκους τόσο της Κρεμαστής όσο και άλλων χωριών του νησιού που μέχρι τότε είχαν μόνο το εμφυτευτικό    δικαίωμα.  Όλα αυτά  τα στοιχεία   αντλούνται  από το αρχείο του ναού. Μεταξύ άλλων, η Εκκλησία  συνέβαλε στη ετήσια Πανελλήνια Έκθεση  Χειροτεχνίας η οποία πραγματοποιείται κάθε Αύγουστο  με αφορμή τη πανήγυρη της Παναγίας. Για το λόγο αυτό,  προέβη στη άτυπη παραχώρηση στη Κοινότητα του χώρου όπου ετησίως πραγματοποιείται η Πανελλήνια Έκθεση  Χειροτεχνίας  έχοντας όμως πάντα τη κυριότητα.  Επίσης, κράτησε στη κυριότητα της  Δημοτικό Σχολείο(Παλαιό) το οποίο ανήγειρε η Εκκλησία στα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας με τον αύλειο χώρο του  το οποίο έπαυσε τη λειτουργία πριν λίγα χρόνια.

Επίσης, στη ιδιοκτησία του Ι. Ν. ανήκουν ένα τμήμα στο οποίο αρχικά  υπήρχε το «καφενείο» της Παναγίας με εξέλιξη στα νεώτερα χρόνια στη καφετέρια  «Καλούα» καθώς και την επικαρπία  οικοπέδου όπου κτίστηκε η καφετέρια «Κλάσικον»   ενώ προστέθηκε αυθαίρετα από τη τότε Δημοτική  Πεταλούδων ένας όροφος στεγάζοντας έως σήμερα γραφεία της Κοινότητας.  Η ίδια προβληματική κατάσταση   δημιουργήθηκε με τη παράνομη και αυθαίρετη κατασκευή   αναψυκτηρίου  εντός του εκθεσιακού χώρου ερήμην της Εκκλησίας η οποία κατέχει τη νόμιμη νομή του οικοπέδου.

Όπως καταλαβαίνετε, υπήρξε μια σύγχυση περί του ιδιοκτησιακού καθεστώτος με αποτέλεσμα τη αδυναμία τόσο στη δημοτική Αρχή όσο και στην Εκκλησία μισθώσεως ή εκποιήσεως των ακινήτων. Από τη πλευρά του Ι. Ναού, δηλαδή τα μέλη του εκκλησιαστικού Συμβουλίου σε συνεργασία με τον Σεβασμιότατο Μητροπολίτη Ρόδου κ. Κύριλλο, προέβησαν κατ΄επανάληψη σε διάλογο με τις εκάστοτε Δημοτικές Αρχές ώστε αφ΄ενός να κρατηθούν οι ανάλογες ισορροπίες και αφ΄ετέρου να αξιοποιηθούν τα ακίνητα δεδομένου ότι η Εκκλησία δεν έχει κάποιο άλλο  οικονομικό  έσοδο ώστε να επιτελεί το έργο της, ποιμαντικό, συντηρήσεως και φιλανθρωπικό . Εντός αυτού του πλαισίου της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και διαλόγου–χωρίς ωστόσο να  παραθεωρούμαι τα  κατά καιρούς προσκόμματα – επιτεύχθηκε συμφωνία με τη Δημοτική Αρχή. Δίχως να υπεισέλθουμε σε περισσότερες λεπτομέρειες, ο Ι.Ν. προχώρησε με δικά του έξοδα στη διεκπεραίωση των ανάλογων τεχνικών μελετών καθιστώντας  τα ακίνητα νόμιμα.  Το αναψυκτήριο εντός του χώρου όπου πραγματοποιείται η Έκθεση  Χειροτεχνίας,  με τη νομιμότητα που απέκτησε έχει ενοικιασθεί, ενώ σε εξέλιξη  ενοικιάσεως βρίσκεται η πρώην  καφετέρια «Κλάσικον». Ωστόσο, το μεγάλο έργο το οποίο οραματιζόμαστε είναι η δημιουργία ενός Πολιτιστικού Κέντρου που να λειτουργεί σε Ακαδημαϊκό  επίπεδο, καθώς και η δημιουργία εκκλησιαστικού και όχι μόνο, Μουσείου. Για το λόγο αυτό κρίναμε ως κατάλληλο το άλλοτε  Δημοτικό Σχολείο για το οποίο ήδη έχουμε  προβεί στη αποκατάσταση της στέγης του αλλά και στη ανάλογη τεχνική μελέτη τόσο για τους εσωτερικούς χώρους όσο και για τους εξωτερικούς   για το σκοπό αυτό. Πιστεύουμε ότι με τη δημιουργία του τόσο η Κρεμαστή όσο και ευρύτερη περιοχή θα αποκτήσει  ένα  πνευματικό πυρήνα, μια σημαντική παρακαταθήκη για τις επόμενες γενεές ταυτόσημο με τη ιστορία του Ι. Ναού  και της ευρύτερης περιοχής.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ