Μάτι: Στέλεχος της Πυροσβεστικής στην ερώτηση γιατί δεν χτύπησαν καμπάνες, απάντησε «γιατί, γιορτή είχαμε;»
Θλίψη, οργή, πικρία, απογοήτευση. Αυτά επικρατούν στις ψυχές των μαρτύρων που καλούνται να καταθέσουν αυτές τις μέρες στο Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων. Ο Άρης Χερουβείμ περιγράφει εικόνες απόλυτου χάους και ασυνεννοησίας κατά τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι.
Ο κ. Χερουβείμ, ο οποίος έχασε στις φλόγες τη μητέρα, την αδελφή και τις πεντάχρονες δίδυμες ανιψιές του ήταν καθηλωτικός.
«Ούτε αρκετούς σάκους για τους νεκρούς δεν έστειλαν. Τσακώνονταν οι πυροσβέστες γιατί δεν έφταναν οι σάκοι για τις σορούς. Αυτοί οι άνθρωποι που κάηκαν στην περιοχή που τη λέμε ”Ζούγκλα”, ήταν ξαπλωμένοι, αφημένοι στον δρόμο μέχρι την επομένη στις επτά το πρωί, γιατί οι αρμόδιοι έπρεπε πρώτα να κάνουν σύμβαση με συγκεκριμένο Γραφείο Τελετών. Έχουν περάσει έξι χρόνια και δεν μάθαμε γιατί δεν βρίσκεται εδώ η Αστυνομία, γιατί δεν βρίσκεται εδώ το Δασαρχείο. Δεν μάθαμε γιατί δεν συζητήθηκε ποτέ στη Βουλή η μήνυση που καταθέσαμε κατά των τότε υπουργών Τόσκα και Σκουρλέτη», είπε με έμφαση στην κατάθεσή του ο κ. Χερουβείμ.
Ο μάρτυρας υποστήριξε ότι υπήρχε χρόνος τουλάχιστον 50 λεπτών για να απομακρυνθούν με ασφάλεια όσοι βρίσκονταν στο Μάτι και στον Νέο Βουτζά.
«Στον ίδιο χρόνο απομάκρυναν κόσμο από την Κινέτα. Δεν έκαναν οργανωμένη απομάκρυνση εκεί. Τους ειδοποίησαν με περιπολικά να φύγουν. Στο Μάτι δεν έγινε τίποτα… Ούτε καμπάνα δεν χτύπησε. Στο πρώτο δικαστήριο, όταν ρωτήθηκε στέλεχος της Πυροσβεστικής γιατί δεν χτύπησαν καμπάνες, είχε απαντήσει «γιατί, γιορτή είχαμε;». Ο Αρχηγός και ο Υπαρχηγός δεν ήρθαν, έτσι για τα μάτια του κόσμου, στην περιοχή ούτε εκείνη τη μέρα ούτε την επομένη».
Ο κ. Χερουβείμ μίλησε και για το πώς τα αγαπημένα του πρόσωπα δεν κατάφεραν να γλιτώσουν από τον πύρινο όλεθρο:
«Η οικογένειά μου, και στις έξι και στις έξι και τέταρτο να είχε ενημερωθεί, θα είχε σωθεί. Ξεκίνησαν να φύγουν στις έξι και μισή και κατευθύνθηκαν προς τον λόφο. Λίγο μετά καιγόντουσαν μαζί με ένα ζευγάρι που προσπαθούσε να φύγει… Την ώρα που καιγόντουσαν οι δικοί μου και το ζευγάρι ήταν η πρώτη φορά που το Κέντρο Επιχειρήσεων Πολιτικής Προστασίας της Πυροσβεστικής επικοινώνησε με τον Δήμο Μαραθώνα. Τόση ώρα μετά την έναρξη της φωτιάς. Υπάρχει ηχητικό που αστυνομικοί ενημερώνουν ότι ”υπάρχει πρόβλημα στον οικισμό Ζούγκλα” και δεν κινήθηκε κανείς. Την επομένη τα σώματα καίγονταν και ξανάπαιρναν συνέχεια και όταν κάποιοι είπαν σε πυροσβέστες να τα σβήσουν, απάντησαν ”τι να σβήσουμε τώρα;”. Πήρα τις σορούς άσπρες, γιατί τις έσβησαν με τον πυροσβεστήρα του αυτοκινήτου οι διασώστες».
Με κλάματα κατέθεσε στο δικαστήριο ο Άγγελος Σιαπκαράς, ο οποίος φώναξε στην έδρα «αισθάνομαι πως βρίσκομαι στο λάθος μέρος, όπως βρέθηκε και η κόρη μου στο λάθος μέρος και με τους λάθος ανθρώπους να πρέπει να διαχειριστούν την κατάσταση. Αυτή ήταν η ατυχία της. Αυτοί που έπρεπε, δεν έκαναν τίποτα».
Ο μάρτυρας ξέσπασε μιλώντας για το παιδί του, και με δάκρυα στα μάτια είπε: «Είμαι μεγάλος άνθρωπος. Μπορεί να μην μπορέσω να ξαναμιλήσω για το παιδί μου, να μην προλάβω. 140 βήματα από τη θάλασσα χάθηκε. Τα μετράω κάθε χρόνο στο μνημόσυνο. Καταλαβαίνετε τι σας λέω; Όλοι αυτοί δεν έσωσαν ούτε έναν άνθρωπο. Είναι άσχετοι με τη δουλειά τους, με το καθήκον που έχουν και τους προβιβάζουν κιόλας. Δεν έχει πάει κανένας τους φυλακή και τα ρίχνουν ο ένας στον άλλον. Και εμείς διαλυθήκαμε. Μετά από εννιά μέρες μας έστειλαν ένα φέρετρο σκεπασμένο. Δεν ξέρω καν τι είχε μέσα. Ο αδελφός της πήγε την επομένη και μάζευε τα κόκαλα της αδελφής του. Υπήρξε παντελής έλλειψη κάθε έννοιας κράτους. Εσείς όμως, αν θέλετε, έχετε τον τρόπο. Εσείς μπορείτε και πρέπει να προσπαθήσετε να μας καταλάβετε και να αποδώσετε δικαιοσύνη».