Tα αποτελέσματα της κλιματικής κρίσης είναι πια κάτι παραπάνω από εμφανή στις ζωές μας και οι συχνοί καύσωνες είναι μόνο ένα από αυτά.
Και δεν είναι μόνο η αφόρητη ζέστη και τα καρδιακά επεισόδια που εγκυμονούν – σοδειές καταστρέφονται, δάση τυλίγονται στις φλόγες, το ρεύμα και το νερό κόβονται, αφού οι εγκαταστάσεις κυριολεκτικά λιώνουν.
Την ίδια τραγική απορρύθμιση είχε ζήσει η πρωτεύουσα της Ελλάδας, το καλοκαίρι του 1987: «Έλιωσαν και οι ράγες του μετρό», έγραφαν οι εφημερίδες της εποχής, αναφερόμενες προφανώς στο δίκτυο των τρένων (και όχι του μετρό), που στράβωσε από τους 44 °C, μένοντας για ώρες εκτός λειτουργίας.
Και αυτό ήταν μονάχα ένα μηδαμινό πρόβλημα μπροστά στους 2.083 νεκρούς που εκτιμάται ότι έφτασαν οι νεκροί εκείνο το δωδεκαήμερο του καύσωνα. Ήταν το φονικότερο αλλά όχι το μεγαλύτερο ρεκόρ που έχει καταγράψει η χώρα λόγω του υψηλού υδράργυρου.
Την πρωτιά στους καύσωνες που έχουν καταγραφεί μεταπολεμικά σε ολόκληρη την έκταση της Ευρώπης, όπως σημειώνεται μέχρι σήμερα στα αρχεία του Παγκόσμιου Μετεωρολογικού Οργανισμού, κρατάει η βιομηχανική πόλη της Ελευσίνας και το περιστατικό του 1977, μια δεκαετία πριν δηλαδή από τον μάλλον διασημότερο καύσωνα της σύγχρονης ιστορίας μας. Πώς δικαιολογείται αυτό το παράδοξο;
Ο μονοήμερος καύσωνας του 1977
Δεν είναι τόσο το μάξιμουμ της τιμής της αύξησης της θερμοκρασίας τα τελευταία χρόνια που ανησυχεί τους επιστήμονες διεθνώς, όσο η διάρκεια: τα θερμά ατμοσφαιρικά ρεύματα από την Αφρική (όπως είναι ο αφρικανικός αντικυκλώνας που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια) γίνονται πολύ πιο επίμονα και πρόωρα μέσα στα χρόνια.
Για του λόγου το αληθές, ας ρίξουμε μια ματιά στα στοιχεία που έχει δημοσιεύσει το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών: οι εκτενέστεροι καύσωνες στη χώρα είναι εκείνοι του 1945, του 2007 και του 2012, που είχαν διάρκεια εννέα ημερών ο καθένας, αλλά ο καύσωνας του 2021 κατέρριψε αυτό το φράγμα, φτάνοντας τις 10 μέρες, ενώ και ο φετινός Κλέων δείχνει να επιμένει.
Γενικότερα, σε αυτά τα επίπεδα κινείται πάνω-κάτω η περίοδος ζωής ενός ισχυρού κύματος ζέστης στη Μεσόγειο. Εντούτοις, τα δεδομένα του ιστορικού καύσωνα του 1977 δεν υπακούν σε αυτόν τον κανόνα.
Μία και μόνο ημέρα έχει περάσει στην ιστορία από εκείνο το θέρος για τις υψηλές θερμοκρασίες: ήταν 10 Ιουλίου του 1977 και ο υδράργυρος έδειξε (υπό σκιά, πάντα) το πρωτάκουστο νούμερο των 48.0 °C στην Ελευσίνα, 42.0 °C στο κέντρο της Αθήνας και 44.0 °C στη Νέα Φιλαδέλφεια.
Το χτύπημα της θερμοκρασίας υπήρξε σφοδρό αλλά σύντομο, έτσι που οι καταστροφές δεν πλησίασαν ούτε κατά διάνοια τα περιστατικά του 1987: ο πηχυαίος τίτλος στο φύλλο της εφημερίδας Μακεδονία έγραφε «3 θάνατοι και 11 πνιγμοί», ως συνέπεια του τρομερού [sic] καύσωνα. Αλλά μέχρι εκεί.
Οι αστερίσκοι των μετεωρολόγων για λάθος εκτίμηση
Είναι μεγάλη η ασυμφωνία ανάμεσα στις τρεις μετρήσεις θερμοκρασιών, όπως έχει επισημάνει ο μετεωρολόγος Θοδωρής Κολυδάς στο News 247. «Σε περιόδους καύσωνα, η μέγιστη θερμοκρασία στου Τατοΐου είναι σχεδόν πάντα μικρότερη από την αντίστοιχη της Νέας Φιλαδέλφειας», λέει χαρακτηριστικά, ενώ «η μέγιστη θερμοκρασία της Ελευσίνας μπορεί να είναι ίδια ή λίγο μεγαλύτερη, αλλά όχι με απόκλιση πάνω από 1 βαθμό».
Τι συνέβη λοιπόν και οι οξύμωρες μετρήσεις του 1977 πέρασαν στην ιστορία, ως ο σφοδρότερος καύσωνας που έχει ζήσει η Ευρώπη στη σύγχρονη ιστορία; Είναι πιθανότητα απόρροια λάθους μέτρησης – όχι λάθους στην τιμή, αλλά λάθους στις συνθήκες μέτρησης, λόγω απειρίας.
Συγκεκριμένα, εκείνη την ημέρα είχε ξεσπάσει πυρκαγιά στην Πάρνηθα, η οποία έφτασε πολύ κοντά στο Τατόι (τα στοιχεία του κύριου Κολυδά αναφέρουν 4.000 στρέμματα καμένου δάσους), άρα τα δεδομένα του υδράργυρου αλλοιώθηκαν. Σε αυτήν τη θέση συνηγορεί και ο έμπειρος μετεωρολόγος Δημήτρης Ζιακόπουλος: «Διατηρώ πολλές επιφυλάξεις για την εγκυρότητα του συγκεκριμένου περιστατικού ως άνω ρεκόρ».
Μικρή σημασία έχει βέβαια αυτό για τους Αθηναίους του 1977 που είτε από τα ατμοσφαιρικά ρεύματα, είτε από την πυρκαγιά, έζησαν ζέστη κοντά στους 50 °C. «Αυτοί ήταν καύσωνες», θα λένε τώρα στα παιδιά τους, κουνώντας με νόημα το χέρι.
oneman